κυφωτικός

κυφωτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κύφωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυφωτικός — ή, ό [κυφούμαι] 1. σχετικός με την κύφωση 2. αυτός που πάσχει ή προέρχεται από κύφωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”